ανεκπληκτος

ανεκπληκτος
    ἀνέκπληκτος
    ἀν-έκπληκτος
    2
    1) неустрашимый
    

(ἀνήρ Plat., Arst.; τόλμη Plut.)

    ἀ. ὑπό τινος Plat. и πρός или παρά τι Plut. — не испытывающий страха перед чем-л.

    2) не производящий никакого впечатления
    

(ἥ ἰσχνέ λέξις Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανεκπληκτος" в других словарях:

  • ανέκπληκτος — ἀνέκπληκτος, ον (Α) 1. άφοβος, ατρόμητος, ατάραχος, ψύχραιμος 2. αυτός που δεν προξενεί έκπληξη, δεν εντυπωσιάζει …   Dictionary of Greek

  • ἀνέκπληκτος — undaunted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκπληκτότατον — ἀνέκπληκτος undaunted masc acc superl sg ἀνέκπληκτος undaunted neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκπλήκτως — ἀνέκπληκτος undaunted adverbial ἀνέκπληκτος undaunted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκπληκτον — ἀνέκπληκτος undaunted masc/fem acc sg ἀνέκπληκτος undaunted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκπλήκτους — ἀνέκπληκτος undaunted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκπλήκτῳ — ἀνέκπληκτος undaunted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκπληκτοι — ἀνέκπληκτος undaunted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»